ηβητής

ηβητής
ἡβητής, δωρ. τ. ήβατάς, θεσσαλ. τ. εἱβατάς, ὁ (Α) [ηβώ]
1. νέος, ακμαίος
2. ως επίθ. νεανικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡβητής — in one s prime masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβηταί — ἡβητής in one s prime masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητήν — ἡβητής in one s prime masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητάς — ἡβητά̱ς , ἡβητής in one s prime masc acc pl ἡβητά̱ς , ἡβητής in one s prime masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ηβητήρ — ἡβητήρ, ὁ (Α) [ηβώ] ηβητής*, νέος, ακμαίος …   Dictionary of Greek

  • ηβητικός — ἡβητικός, ή, όν (Α) [ηβητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”